-
1 μηχανουργός
μηχᾰν-ουργός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηχανουργός
-
2 θύρα
Aθυρέων Archil.127
, Hdt.1.9:— door, Il.24.317, etc.: freq. in pl. of double or folding doors,θ. δικλίδες Od.17.267
;θ. φαειναί 6.19
, al.;θυρῶν ζεῦγος καινῶν IG12.313.123
, cf. 4.1488.25(Epid.); ἡ δεξιὰ θ. the right valve, ib.22.1457.16; θ. μονόθυρος ib.1627.418; θύραι λίθιναι (including the framework) ib. 12.372.195; θύραι αὔλειαι, v. αὔλειος; ἡ θ. ἡ εἰς τὸν κῆπον φέρονσα D. 47.53, cf.κηπαῖος 11
; rarely for πύλαι, gates, Plu.Cat.Mi.65; of the carceres in the Roman circus, barriers, Tab.Defix.Aud.187.59. —Phrases: προσθεῖναι τὰς θ., προστιθέναι τὴν θ., Hdt.3.78, Lys.1.13;ἐπισπάσαι X.HG6.4.36
; , Pl.Prt. 314d;ἐφέλκεσθαι Luc.Am.16
; τὴν θ. βαλανοῦν, μοχλοῦν, bar the door, Ar. Fr. 251, 369; θύραν κόπτειν, πατάσσειν, κρούειν, knock, rap at the door, Id.Nu. 132, Ra.38, Pl.Prt. 310b; ἀράττειν, ἐπαράξαι, Ar.Ec. 977, Pl.Prt. 314d; τὴν θ. ἀνοιγνύναι open it, v. ἀνοίγνυμι; ὦσαι push it open, Lys.1.24; μικρὸν ἐνδοῦναι open it a little, Plu.2.597d;δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι στῆναι Od.1.255
;ἷζε δ' ἐπὶ.. οὐδοῦ ἔντοσθε θυράων 17.339
;θυρῶν ἔνδον S.El.78
; πρὸ θυρῶν ib. 109(anap.); ἐπί or παρὰ Πριάμοιο θύρῃσι at Priam's door, i.e. before his dwelling, Il.2.788, 7.346: metaph.,ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος εἶναι X. An.6.5.23
, cf. D.10.34;τῆς πατρίδος Plu.Sull.29
, Arat.37;ἐπὶ θύραις τῆς Πίσης Philostr.VA8.15
; πυρετοῦ περὶ θύρας ὄντος being at the door, Plu.2.128f (butχειμῶνος ἐπὶ θύραις ὄντος Phlp.in Mete.130.25
).2 esp. of kings and potentates, οἱ τῶν ἀρίστων Περσῶν παῖδες ἐπὶ ταῖς βασιλέως θύραις παιδεύονται are educated at court, X.An.1.9.3; γυνὴ φοιτῶσα ἐπὶ τὰς θύρας τοῦ βασιλέος, of a petitioner, Hdt.3.119, cf. X.An.2.1.8; αἱ ἐπὶ τὰς θ. φοιτήσεις dangling after the court, Id.HG1.6.7;ἐπὶ ταῖς τῶν πλουσίων θ. διατρίβειν Arist. Rh. 1391a12
;περὶ θύρας διατρίβειν Id.Pol. 1313b7
, Theopomp.Hist. 121; applied also to lovers, clients, disciples, etc., ἐπὶ τὴν θύραν (or τὰς θύρας) τινὸς βαδίζειν, ἰέναι, etc., Ar.Pl. 1007, Pl.R. 364b, cf. Phdr. 233e, etc.;ἐπὶ ταῖσι θύραις ἀεὶ καθῆσθαι Ar.Nu. 467
: metaph.,Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θ. ἀφικέσθαι Pl.Phdr. 245a
.3 prov.,γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται Thgn.421
; οὐδέποτ' ἴσχει θ., of admirers of the Demos, Eup.265; ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν to break the pitcher at the very door, 'there's many a slip 'twixt cup and lip', Arist.Rh. 1363a7; τίς ἂν θύρας ἁμάρτοι; Id.Metaph. 993b5;λόγος δικαστηρίου ἢ ἀγορᾶς οὐδὲ θύρας ἰδών D.H.Dem.23
; τὸ κατὰ θύραν τερπνόν vulgar pleasures, Eun.VSp.496 B.;παρὰ θύραν πλανᾶσθαι S.E.M.1.43
; ἐκ θυρῶν εὐθέως τῆς.. ἀκροάσεως at the very beginning, Olymp.in Mete. 2.1.4 shutter of a window,τὰς θ. τὰς ἐπὶ τῶν θυρίδων IG12(5).872.37
([place name] Tenos), cf. 22.1668.60.5 pl., door of a chariot, X.Cyr. 6.4.9.6 pl., axle-trees, Poll.1.146 (v.l. εὑραί).7 θύρη καταπακτή trap- door, Hdt.5.16.8 frame of planks, raft, Id.2.96; φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοισι with hurdles and logs, Id.8.51, cf. Th.6.101.9 in war, fenced works to obstruct landingparties, in pl., Ph.Bel.94.37, 100.7.II generally, entrance, as to a grotto, in pl., Od.9.243, al.2 sluice-gate, PPetr.3p.134: pl., ib.2p.41 (iii B.C.).III metaph., senses, as the entrances to the soul, ap. Stob.3.6.17;ἐγγὺς τοῦ στόματος ἡ καρδία, ἡ δὲ ψυχὴ τῶν θ. Aristaenet.2.7
. (I.-E. dhur-, cf. Lat. foras, fores, OE. duru 'door', etc.) -
3 μυχός
μῠχός, ὁ, heterocl. pl.A , D.P.117, 128, etc.:— innermost part, nook, corner,μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο Il.22.440
;μ. σπείους γλαφυροῖο Od.5.226
;μ. ἄντρου θεσπεσίοιο 13.363
; μυχῷ Ἄργεος in a recess or in the farthest nook of Argos-land, of Mycenae, 3.263; of Ephyre, Il.6.152, cf. Pi.N.6.26;Τάρταρά τ' ἠερόεντα μυχῷ χθονός Hes.Th. 119
; τῆλε μυχῷ νήσων ἱεράων ib. 1015;ἐν μυχῷ τῆς θήκης Hdt.3.16
;μ. μαντεῖος Pi.P.5.68
;κελαινὸς Ἄϊδος μ. γᾶς A.Pr. 433
(lyr.): in pl.,Κορίνθου ἐν μυχοῖς Pi.N.10.42
; μυχοὶ χθονός or γῆς the infernal realms, E.Supp. 926, Tr. 952, etc.;μαντικοὶ μυχοί A.Eu. 180
; διὰ μυχῶν βλέπουσ' ἀεὶ ψυχή a soul that sees in darkness, i.e. is full of deceit, S.Ph. 1013.2 inmost part of a house,ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο Od.7.96
;μυχοῦ ἄφερκτος A.Ch. 446
(lyr.; nisi leg. μυχῷ); τὸ φάρμακον.. ἐν μυχοῖς σῴζειν S.Tr. 686
; οὐ γὰρ ἐν μ. ἔτι no longer hidden within the house (for the doors were thrown open, cf. Sch.), Id.Ant. 1293, cf. E.Tr. 299.c granary, Tab.Heracl.1.139.3 creek running far inland, Hdt.2.11, 4.21;ἐς μυχοὺς ἁλός Pi.P.6.12
; πόντιος μ., i.e. the Adriatic, A.Pr. 839;ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μ. τοῦ λιμένος Th.7.52
;ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ μ. τῶν ὀρέων X.An.4.1.7
;ἐν τῷ μ. τοῦ Ἀδρίου Arist.Mir. 836a24
. -
4 πορσύνω
A , [dialect] Ep. - ῠνέω (v.infr.): [tense] aor. , [dialect] Ep.πόρσῡνα Od.7.347
; imper.πόρσυνον S.Ichn.304
: also [full] πορσαίνω, [dialect] Ep.Iterat.πορσαίνεσκον A.R.4.897
: [dialect] Ep.[tense] fut.- ᾰνέω (v. infr.):—in Hom always of the wife preparing her husband's bed, hence a euphem. expression for lie with the husband, share his bed, Ἀλκίνοος δ' ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου.., πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν Od.l.c., cf. 3.403; κεῖσε δ' ἐγὼν οὐκ εἶμι (says Helen)κείνου πορσυνέουσα λέχος Il.3.411
; later [dialect] Ep.λέχος.. πορσυνέεις A.R.3.1129
;λέκτρον.. πορσαίνουσα Id.4.1107
, 1119.II generally, prepare, provide,τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Pi.I.6(5).8
; δαῖτα ib. 4(3).61;βίου τροφεῖα S.OC 341
;τὸ κατ' ἆμαρ Id.Fr.593.5
;παισὶν οἷα χρὴ καθ' ἡμέραν E.Med. 1020
;Νύμφαις π. ἔροτιν Id.El. 625
;γαμβροῖς χάριν Id.Supp. 132
;τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.4.2.47
:—[voice] Med., provide for oneself, .2 of evils,ἐχθροῖς ἐχθρά Id.Ag. 1374
;τόνδε.. μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον Id.Ch. 911
, cf. E.Andr. 1063; μεγάλα κακά ib. 352;ὅταν ὁ δαίμων ἀνδρὶ πορσύνῃ κακά Trag.Adesp. 455
;δίκην Maiist.57
;π. τοῖς πολεμίοις κακά X.Cyr.1.6.17
:—[voice] Pass.,τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ' ἄχος πορσύνεται; A.Ag. 1251
;ἐπορσύνθη κακά Id.Pers. 267
.3 execute, order, arrange, κατὰ δώματα πορσαίνουσι manage (all things) in the house, h.Cer. 156;τὰ τοῦ θεοῦ π. Hdt.9.7
; ; ;τἄλλα πάντα Id.Aj. 1398
;πρᾶγμα π. μέγα Id.El. 670
;προκείμενον πόνον E.Alc. 1150
;μοῖρα ἑτέραν ἐπόρσυν' ὁδόν B.16.89
:—[voice] Pass.,τὸ τοῦ ποταμοῦ οὕτως ἐπορσύνετο X.Cyr.7.5.17
;ἅμα δὲ ταῦτα ἐπορσύνετο ἀπὸ σημείου Aen.Tact.29.9
;θεᾶς π. μῆτις
was accomplished,A.R.
1.802, cf. 2.1050.III treat with care, tend,ἐκέλευσεν ἥρωϊ πορσαίνειν δόμεν.. βρέφος Pi.O.6.33
; οὕτως ὅπως ἂν μὴ 'γκαλῇ πορσύνετε [αὐτόν] E.Rh. 878; πορσαίνειν δαίμονα honour, adore him, A.R.2.719, cf. 4.897: of things,τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' Pi.P.4.151
; τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε.. ῥῆμα πόρσυν' regard, esteem it, ib. 278.—Both forms are found in Pi.and A.R., only πορσύνω in Prose and prob. always to be read in Trag. (never found in Com.): πορσανέουσα was read by Aristarch. in Il.3.411, but πορσυνέουσα most codd., as in Od.ll.cc.: πορσύνων, -ουσα are expld. by ἐρεθίζων, -ουσα in Hsch. (leg. ὀροθυν-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορσύνω
См. также в других словарях:
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… … Dictionary of Greek
μύχατος — μύχατος, άτη, ον (Α) (μτγν. ανώμ. υπερθ. τού μύχιος) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά («ἔντοσθεν μυχάτοιο δόμου», Επιγρ. Δελφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός, κατά το ἔσχατος] … Dictionary of Greek